- ψαλιδιά
- η1) разрез ножницами; 2) мор. выбленочнын узел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαλιδιά — η, Ν [ψαλίδι] 1. τομή που γίνεται με ψαλίδι 2. το ίχνος που αφήνει η κοπή τών μαλλιών με ψαλίδι σε περίπτωση κακής κόμμωσης 3. ναυτ. είδος κόμπου … Dictionary of Greek
ψαλιδιά — η κόψιμο με το ψαλίδι, ψαλίδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλίδια — ψαλίδιον pair of scissors neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
παραψαλιδιά — η λαθεμένη κίνηση τού ψαλιδιού, το να κοπεί το ύφασμα σε σημείο που δεν έπρεπε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψαλιδιά] … Dictionary of Greek